Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Την ευτυχία την γνώρισα στο δόσιμο χωρίς μισθό.Την λευτεριά στο σκλάβωμα σ΄ένα ιδανικό σωστό.

Απόσπασματα
απο την ” Αληθινή απολογία του Σωκράτη ” του Κ. Βάρναλη

” Λέφτεροι πολίτες! Αφτός ο τόπος, κι άν ακόμα βρισκότανε στη Σκυθία , όπου σπάνια ξεμυτίζει ο γήλιος ανάμεσ’ απο μάβρα σύνεφα και πάνου σ’ άλιωτα χιόνια , πάλε θα τανε ο καλύτερος απ’ όλους, γιατί το θέλ’ η καρδιά σας. Είναι η πατρίδα. Δικιά σας η πατρίδα , μα τίποτα δικό σας μέσα σ’ αφτήνε : χωράφια και παλάτια , καράβια και χρήμα, θεοί κ’ εξουσία , σκέψη και θέληση –όλα ξένα ! Λιγοστοί σας έχετε τόσο μέρος , όσο να τρυπώνετε ζωντανοί και να θάβεστε πεθαμένοι και τόση λεφτεριά , όσο να κάνετε τη φυσική σας ανάγκη στη ρεματιά, όταν δε σας βλέπει ο χωροφύλακας… Και όταν βυθίζετε το μάτι σας πέρα απο το γαλάζιο πέλαγος , όπου πάνε κ’ έρχονται καϊκια και φρεγάδες κουβαλώντας απο το στόμα του Νείλου κι απ’ τον Κιμμέριο Βόσπορο κι απ’ τις Ηρακλείδες στήλες σιτάρι , χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες, περηφανέβεστε, πως είναι δικά σας, γιατί είναι “εθνικά!” Και κανένας δε συλλογάται , πως όλα τ’ αγαθά μαζέβονται σε λίγα χέρια. Ατζέμηδες, Μοραϊτες, Θηβαίοι και Κορθιανοί σας σκοτώνουνε μια φορά οι ξένοι’ με τα χέρια τ’ αδερφικά σας σφίγγουνε το καρύδι του λαρυγγιού σ’ όλη σας τη ζωή και σας δολοφονούνε κάθε μέρα. Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα, μα κι όλος ο εαφτός σας κ’ η ψυχή σας είναι δικά τους” .

* ......Οποιος είναι στα πράματα , φοβάται την αλλαγή. Κι ο πεσμένος την αποθυμάει και την ετοιμάζει με κάθε τρόπο. Ο κοσμάκης στέκεται στη μέση και πλερώνει τα σπασμένα. Το ίδιο δυστυχεί με τα παράνομα και με τα νόμιμα καθεστώτα και με την τυραννία και με τη λεφτεριά. Για να μην καταλαβαίνει και να μην αντιστέκεται του λέτε ψέματα και τον φοβερίζετε. Είναι λαοί που ζούνε στα δάση, δεν έχουνε νόμους, τρώνε τις ψείρες τους, όμως αγαπάνε τη λεφτεριά τους. Βάρβαροι λαοί! Εμείς ζούμε στην ωραιότερη πολιτεία του κόσμου, έχουμε τους σοφότερους νόμους, δεν τρώμε τις ψείρες μας κι αγαπάμε τους κατεργαρέους που μας τρώνε......

* ....." Εμείς δεν ξέρουμε δικολαβίες. Εφαρμόσαμε τους νόμους", ακούω κάποιονε να φωνάζει. Κι εγώ σας λέω: Μονάχα αν παραβαίνατε το νόμο, δε θα μ' αδικούσατε! 
Γιατί σκοπός των νόμων δεν είναι να τιμωρούνε τους φταίχτες, μα τους αδικημένους και να μποδίζουνε τους κλεμένους, να κλέψουνε κι αυτοί. Νόμος θα πει θέληση των δυνατών κι αδυναμία των άβουλων. " Δίκαιον ουκ άλλο τι ή του κρείττονος συμφέρον". Ετσι πάνω κάτω το ' χα σκεφτεί και μονάχος μου, μα πρόλαβε και το διαλάλησε κείνος ο Πώλος και μ' ανάγκασε να τονε κοντραστάρω. Και στη γλώσσα μας "κρείττων" είναι ο δυνατότερος. Κι ο Σόλων δε δυσκολεύτηκε να πει πως έφερε την τάξη στην τρικυμισμένη πολιτεία: " κράτει νόμου βίην τε και δίκην συναρμόσας" Μ' άλλα λόγια, σιγουράρησε με τη βία το δίκιο, ήγουν το συφέρο των δεινατότερων.
Και ποιοι 'ναι οι δυνατότεροι? Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά και γυμνασμένα κορμιά: οι πεχλιβάνηδες, ο Μίλων, ο Ηρακλής, ο πετεινόμυαλος Ηρακλής, που μ' όλα τ' ατσαλένια μπράτσα του γίνηκε κλωτσοσκούφι μιας γκόμενας και κοκόνα με ρόκα και φουστάνια. Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά κι ανωφέλεφτα μυαλά: φιλόσοφοι, σατυρικοί, ποιητάδες κι ούλ' οι μισάνθρωποι κι οι γεροπαράξενοι. Μήτε κείνοι πόχουνε τις πιο γερές ψυχές: ¨ενας Προμηθέας, ένας Λεωνίδας, ένας Κυναίγειρος- μυθικά προσώπατα, πλάσματα της φαντασίας των φοβιτσάρηδων! 
Δυνατότεροι παντού και πάντοτες είναι οι κλέφτες......

Γράφτηκε το 1931

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Κώστας Βάρναλης, μονόλογος τοῦ Μώμου, τὸ φῶς ποὺ καίει



Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΩΜΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΟ



τ πρόσωπα το μονόλογου
Προμηθέας
ησος
Μμος(μίμος)
μάνα Γς
να ηδόνι

νοιξιάτικο πομεσήμερο

      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (πάνου π τν Καύκασο)

! ώ!...
Τί μέγα βάρος σήμερα βουλιάζει τν ορανό! νάλαμπος κα κρύος το λιο δίσκος, σν π ξερ πηλό, θαρρες, που κα να ‘ναι, θ πέσει πάνου στ’ ντικριν τ βράχια κα θ γίνει θρούψαλα… Πόσο πνιχτ νασαίνουνε τς γς τ σπλάχνα, πο κάποτε μ ξεπετάξανε στν νοιξιάτικον έρα μ’ ναν χαρούμενο σπασμό!... Πς κρέμονται μέσα στ βάραθρα, τ σκοτειν νερά, νηχα κι νάφριστα σν πετρωμένα!... Μ φτάνει πό μακρι να κλάμα σφαγερό. Ποις νά ‘ναι;  Κατ σένα, που κα νά ‘σαι, γνωστε δερφέ, δ μ’ φήνουνε τ καρφιά μου ν στραφ. Λιγάκι ν σαλέψω, μ δαγκάνουν γριεμένα σν τ φίδια, πο τ πατάει κανείς, τν ρα πο κοιμονται. μως πάνου πό τς βυσσες κα δθε π τ μάκρη, σ νιώθουνε πολ ζεστά, κατάσαρκα ο πληγές μου…  Μπορε νά ‘ναι κ’ δικιά μου φωνή, πο μο τν ξαναστέλνουν πίσου τ σκοτάδια τν βυθν…

      ΙΗΣΟΥΣ
      (πάνου π τ Γολγοθ)
Τ γλυκά, πο γλαρώνανε τ μάτια μου γεμάτα στραφτερ σκοτάδι! Τ γλυκά, πο βυθούσανε τ κόκκαλα κ’ ο σάρκες μου μέσα στν περαντοσύνη τς νυπαρξίας, που λυώνανε σν τ’ λάτι μέσα στ νερό. Κι πως δειάζανε στάλα τ στάλα ο φλέβες κ’ καρδιά μου, νιωθα τν ψυχή μου λο κα πιότερο ν  λαφραίνει κα ν τν παίρνουνε σν φτερ ο ψηλότεροι  ορανοί! νάμεσα Θανάτου κα Ζως, πέρ’ πό τ Γς κα πέρ’ π τν λιο, καρφιά, λοχίσματα, φτυσίματα, βλαστήμιες δ φτάνανε τν ψυχή μου, πο φευγε κα δν γυρνοσε.
λα γινόνταν σκιος κα πνο γύρω π τν σκιο μου κα τ στερν πνοή μου!... Ποι τώρα μ  ξυπνάει φων κι π ποι λαρύγγι βραχν κα ραγισμένο; Ποθε βρίσκει τόση δύναμη ν ξαναδένει τν ψυχή μου μ τ σμα κα ν μ ξαναφέρνει πίσω στ φθορ κα στν πόνο;

      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
μέτρητους αἰῶνες ζ μ τ θάνατο γκαλι κι ατή μας γάπη δν χει τελειωμό. Σαπίσαν ο κολνες τς οράνιας Σφαίρας, μ πληγή μου σαπίζει, ξεσαπίζει. Κ’ εναι πάντα φρέσκη κα λαχταριστή… Δ κα χιλιάδες χρόνια περνάει π μπροστά μου Κόσμος – κι λα του τ στορικ κοίτονται μέσα στ νο μου σάλευτα κα στερα σν να στρμα κόκαλλα στ βάθη τν κεανν. Σ’ πανωσιά, σ βάθος κα σ ψλος δν εναι τίποτα παντοτινό, δν εναι τίποτα καινούργιο. Τόσο μοιάζουνε τ σήμερα μ τ χτς κα τ χτς μ τ αριο, πο μ τν καιρ παψα ν βλέπω, ν συλλογίζομαι κα ν θυμμαι. τσι μο φαίνεται, πς τώρα δ χω γεννηθε, καρφωθε κα λησμονήσει… Τ ν τρέχει σήμερα;

      ΜΩΜΟΣ
Πεθαίνει Θεός!
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (ξαφνισμένος δυσάρεστα)
Πάλι σύ; Ποθε μο ξεφύτρωσες;
      ΜΩΜΟΣ
Ατς εναι ρόλος μου. Ν ξεφυτρώνω κάλεστος – κι νεπιθύμητος!
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πεθαίνει, λές, Θεός; Δίας τάχα;
      ΜΩΜΟΣ
χι. νας Θεός.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Καλ νας. Μ ποις π’ λους;
      ΜΩΜΟΣ
νας κα Μοναδικός! Δν πάρχει λλος. Γι’ ατό ‘ναι κι ληθινς Θεός.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
ληθινς κα ν πεθαίνει;
      ΜΩΜΟΣ
φο εναι παντοδύναμος!
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
θάνατος, δυναμία τν νθρώπων. χι δύναμη τν Θεν.
      ΜΩΜΟΣ
Μ δν πεθαίνει διος. Εναι πνέμα. Πεθαίνει τ σμα του. Τ θέλησε μοναχός του ν γεννηθε κα ν ζήσει γι λίγα χρόνια σν νθρωπος. Μ σ τρες μέρες θ βγε π τν τάφο του κα θ ξαναπάει στος ορανος π’ που ρθε.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τ πνέμα του τ σμα του;
      ΜΩΜΟΣ
Ρώτα τν διονε.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πς τόνε λένε;
      ΜΩΜΟΣ
ησο!
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πς τν επες;
      ΜΩΜΟΣ
ησο!
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
ησος!...ησος!...  Περίεργο. γ τος ξέρω λους τος Θεος. ναν νανε, μεγάλους κα μικρούς, μίθεους κα ρώους μ λα τους τ σόγια, τς γυνακες, τ παιδιά, τς ρωμένες κα τ παρασπόρια. Τέτοιο νομα δν πάρχει πουθενά!
      ΜΩΜΟΣ
      (μισοκλείνοντας τ μάτι)
Μ δν εναι λληνας!
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μ δν εναι λληνας; Μ τότε τ μπορε ν εναι!
      ΜΩΜΟΣ
βραος!
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
βραος; Κα δ μο τό ‘λεγες π τν ρχ ν μν πονοκεφαλάω; νας βάρβαρος! ρα ψεύτικος Θεός!
      ΜΩΜΟΣ
Τ διο λέει κι ατς γι τος λληνες Θεούς! Πς εναι ψεύτικοι κα βάρβαροι.
      (σιγ)
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δίας μάλιστα! Ο λλοι μως εμαστε ληθινοί!
      (φωτισμένος ξαφνικ)
ησος… ησος … Καλ λές. Τώρα θυμμαι. Μο μίλησε γι’ ατόν, δ κα λίγον καιρό, Μορφονις ρμς. ρχεται μι δυ φορς τ χρόνο κα μ βλέπει. Τόνε στέλνει Δίας ν δοκιμάζει τκαρφιά μου, ν βαστονε. Κα ν’ λλάζει τ σα φαγε σκουριά…  Τόνε λυπμαι. Δν εναι μικρ γγάρεια. Μ λυπται κι ατός – χει καλ καρδιά. Μ τν καιρ γεννήκαμε φίλοι. Κι ντας ργε ν μο ρθει στεναχωριέμαι.  Μο διηγεται μ τ’ λέγρο του φος λες τς βρωμιές, πο γίνονται στν λυμπο κι που λλο νταμωθονε θες μ  θε θες μ νθρωπο. Εναι κουτσομπόλης, μ μ γοστο πολύ.   Α, σύ!  κος;
      ΜΩΜΟΣ
      (δυναμώνοντας τ φωνή του)
κούω κα παρακούω.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μο επε τ λοιπν τν τελευταία φορά: «Κανακάρη γι το απετο! νας βραος Θεός, ησος (ησος...Χριστός… νομίζω) θέλει ν γκρεμίσει τν λυμπο κα ν’ φανίσει λους τος λληνες Θεούς. τσι θ λυτρωθες κα σ π τ βάσανά σου, γιατ δν θ πάρχεις!...»  Κ’ σκασε στ γέλια μορφονις ρμς, Γλάρος, θύφαλλος, Κοσμογυρισμένος – τ κοπέλι το Δία. Κι λο ξανάλεγε κα ξανάλεγε:  «βραος θεός… βραος θεός…»  
Ετανε μεσημέρι καλοκαιρινό, μ κανε τόσο κρύο δ ψηλά, πού, ν γελοσε, χτυπούσανε τ δόντια του π τ τούρτουρο: χί! χί! χί! … τάκα! τάκα! τάκα!... Τόσο μου φαινόταν στεος, πο ρχισα ν γελ κι γώ. Κα τ χάχανά μας  ξαφνίσανε τ πεθαμένα τοτα ρημοτόπια… Μαζί μας γελοσε κοφτερά κι παίσια, σ ν μς κορόιδευε,  κι ντίλαλος.  Πόσο φριχτ πονοσε τ συκώτι μου σ κάθε τίναγμά του! Πόσον αμα χύθηκε τ μέρα κείνη π τς πληγές μου!... Ο στοιχειωμένες αλακις τς ψης μου, σκαμμένες π τ πάγη κα τος πόνους, κόμα κρατνε μέσα τους μι θύμηση καυτ σ φλόγα. ταν πρώτη μου φορά,  πο γέλασα. π τότες, πο καρφώθηκα – κα πρν ν καρφωθ!
      (στν ησο)
Κλας;  Ντροπή!
      ΙΗΣΟΥΣ
Βαθι στ μέτωπο κα στ μελίγγια μου εναι χωμένα τρομερ τ’ γκάθια. Τ αμα τώρα χει πήξει λόγυρα…  Κι π τ πόδια μου κα τς παλάμες – κι π τν τρυπημένη μου καρδιά – βγαίνει νερ μονάχα. Εμαι καρφωμένος σν κα σένα. Κα κάτωθέ μου στράφτουνε, βροντολογνε κα μ σουβλίζουνε λάμες μέτρητες. Κα γλσσες μέτρητες μ βλαστημνε κα μ φτυονε.   Κι ργ ν πεθάνω.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δ σο καρφώσανε, ποθέτω, κα τ γλώσσα σου! Βλαστήμα τους κα σ κα φτύνε τους• τσι θν  ν τος δείξεις, πς εσαι ντρας κα δν τος φοβσαι. Δν μπορονε ν σο κάνουνε τίποτα παραπάνου.
      ΙΗΣΟΥΣ
      (γαλήνια)
Πατέρα… Συγχώρεσέ τους. Εναι θοι! Δν ξέρουνε τ κάνουνε κα τ λένε.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (θυμωμένα στ Μμο)
Ποιο μωρέ, δν ξέρουνε τ λένε κα τ κάνουνε;  μες;
      ΜΩΜΟΣ
Ο βραοι. Ατοί , πο τν χουνε σταυρώσει.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τί;  νθρωποι τόνε σταυρώσανε;  Τ Θεός εναι!
      (στν ησο δυνατ κα σηκώνοντας τ κεφάλι του ψηλά, σο μπορε)
μένα μ καρφώσανε Θεοί. Πολλοί Θεοί μαζί. Πς τ δέχτηκες μοναχά κα ν σ’ γγίξουν ατ τ ζωντόβολα;
      (προσταχτικ)
Κατέβα γρήγορα π κε!  Ντροπιάζεις τ σόι μας!
      ΙΗΣΟΥΣ
      (πάντα γαλήνια)
θ πάρξουνε μαθητές μου, πο θν τος καρφώνουνε τ πόδια μ σφνες τρες πιθαμς βαθιά στ γς κι ατο πάλι θ περπατνε. Μποροσα τ λοιπν κι γ πολ πι εκολα ν κατέβω π τ σταυρό μου. Μ δ θέλω.  ρθα στν κόσμο πίτηδες γι ν πεθάνω…
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Γι ποιν λόγο;
      ΙΗΣΟΥΣ
Γι ν τόνε σώσω!
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (περιφρονητικ)
Τος βραίους! Χαρ στ πράμα!  μ τος ξέρω τος βραίους! ‘ντας μουνα λεύτερος κα  νιός – κα δ μ χωροσε τόπος – ξέπεσα κάποτε στ χώρα τους.  Πς βρωμνε!  Λάδι ταγκό!  Κόκκινα μαλλι σν το τσακαλιο• μύτες μεγάλες κα καμπουρωτς  - ρνια μονάχα• μάτια γρήγορα κι ναμμένα σν τς γάτας τ νύχτα• σκουλαρίκια στ’ ατι κα  πανάδες στ μάγουλα κα στ χέρια• φωνς στριγγλιάρικες σν τ γάβγισμα τς φώκιας.  Λωβιασμένοι κα ψετες, πατριτες κα θρσκοι, πουλνε πατρίδα κα θε γι λίγες δεκάρες.
      ΜΩΜΟΣ
Ο  λληνες εναι καλύτεροι;
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Χειρότεροι. Ο  λληνες Θεοί, ατοί ‘ναι καλύτεροι!  Πι μορφοι, πι ξυπνοί, πι παληκάρια.  Κα φαγάδες κα γυναικάδες, σο δν παίρνει.
      ΜΩΜΟΣ
Θ σώσει κα τος λληνες.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σώθηκε!
      ΜΩΜΟΣ
Θ σώσει λους τος νθρώπους.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τος σωσα κι γ μι φορ κα πρόκοψα! Καλ τος εχα φκιάσει λάκερους π λάσπη! Τ μο κατέβηκε ν τος δώσω κα πνέμα; Πς τανε λήθεια στν ρχή!  Τριχωτο π’ τν κορφ ς τ φτέρνα μ τ μάτια κολλητ τ να μ τ’ λλο στ ρίζα τς μύτης. Δείχνανε τ σουβλερά τους δόντια συναμεταξύ τους κα γρούζανε στριγγλιάρικα…  Τ χέρια τους μακρύτερ’ π’ τ πόδια σερνότανε χάμου στ γς, σν περπατούσανε, γέρνοντας μπροστ κα τρεκλίζοντας ζερβ δεξιά.  Σωστές μαϊμοδες. κλεψα τ φωτι π τν λυμπο κα τος τν φερα. Τος δωσα τ λογικ κα τ γλώσσα. Τος νέβασα ψηλά, σαμε τος Θεούς. Κι ατο μ προδώσανε. Μ τ λογικ νακαλύψανε τ μπαμπεσι κα τν χαριστία• κα μ τ γλώσσα τ ψέμα κα πάλι τ ψέμα!  Κα τ τος γύρεψα γι’ ντάλλαγμα; Ν μ βοηθήσουνε κι ατο  νάντια στ Δία γι ν το πάρω τν ξουσία του Κόσμου. Κα  ν μ  τιμνε πιότερο π’ τ Δία – γιατί, θαρρ, τ ξίζω!  Α, λοιπόν! Σν τος ρώτηξε Δίας στράφτοντας πάνου ς κάτου π τ θυμό: «ποις σς δωσε τν οράνια φωτιά μου;» - « Προμηθέας! Προμηθέας!» φώναξαν ολοι μαζί, κα χιλιάδες δάχτυλα βουτηγμένα στ φαρμάκι μ δείχνανε στν Τύραννο. Να ‘τος!  Ατο μ χέρια κα μ δόντια βοηθήσανε τ Κράτος κα τ Βία ν μ πιάσουνε κα ν μ’ λυσοδέσουν. Κι ντας τοτ’ ο νελέητοι μπράβοι το Δία μ καρφώνουν δ ψηλά, τ ζαγάρια ξελαρυγγιζόντανε  π κάτου: « τσι κα χειρότερα… νομε!...»  Δ θάρτω μι μέρα στ πράματα;
      ΜΩΜΟΣ
      (συχα)
Δ φτανε ατοί.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ποις φταίει δηλαδή; Δίας;
      ΜΩΜΟΣ
σύ!
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (ργισμένα)
γώ;
      ΜΩΜΟΣ
Ναί! σύ! Πο νικήθηκες.  ν νικοσες τ Δία, τότες λοι θά ‘τανε μαζί σου. Κα θεοί κι νθρώποι. λοι τότες θ βοηθούσανε τν φεντιά σου ν πιάσεις τν χτρό σου κα ν τν λυσοδέσεις. Κα τ Κράτος κα Βία θ σ παραστεκότανε μπράβοι δικοί σου. Κα θ τν καρφώνανε κατά δική σου προσταγή στ διο μέρος μ τ δια καρφιά. Κι Μορφονις ρμς θά ‘τανε κοπέλι δικό σου, ν πηγαινοέρχεται γι τ δοκιμ τν καρφιν κα τν χαλκάδων του. Τότες Δίας θά ‘ταν ποστάτης κα νομος.  Κι ς τώρα θ τν εχαν ολοι ξεχάσει, πως ξεχάσανε κα σένα. Δν τ ξέρεις; Πάντα ο νικημένοι χουνε τ’ δικο. Κα τ’ βουλο πλθος πάει ταχτικ μ τος νικητές. ς τώρα στορία το Κόσμου εναι στορία τν Νικητν.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Κι μως γώ θέλησα ν τος λευτερώσω  πό τν Τύραννο.
      ΜΩΜΟΣ
Ατ ν μν τ λς σ μένα!... Γι νν τος ποτάξεις στν τυραννία τ δικιά σου. Τος γέλασες, πς θ πολεμούσανε γι  τ δικό τους τ συφέρο: γι λευτεριά, δικαιοσύνη, κα  παντοτινή ετυχία. ν πολεμήσανε μονάχα γι ν’ λλάξουν φέντη – γι τ δικό σου τ συφέρο. Τ δια κάνουνε κ’ ο φέντες, ο τυράννοι τς Γς… στόσο δν εναι δ πι χάριστοι κα προδότες ο λαο  π’ σο το λόγου σας δικοι κα ψετες.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Γι το λιου κα τς Νύχτας. Παραεσαι, μο φαίνεται, σοφιστής.  Πιότερο βαστς π τ μάνα σου, παρ π τν μπαμπά σου. Πάντα μο χαλνς τ κανονικ  περπάτημα τς σκέψης μου: τν αώνιο ρυθμό το Κόσμου. Δν τανε δύσκολο να ‘χες κα σ μι ψίχα λογικό – φο χουν κόμα κι νθρωποι!
      (σ λίγο)
Κι π τ θ σώσει τος νθρώπους;
      ΜΩΜΟΣ
π τν μαρτία.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Κι ατ τ λέει σωτηρία; Μ μαρτία εναι λ’ ετυχία  κ’ λευτεριά τν Θεν.
      ΜΩΜΟΣ
Κα τν κυρίων τς Γς.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
ν θυμμαι τώρα τίποτα κα ζηλεύω – στερις π τόσων αώνων κάρφωμα – εναι ο μαρτίες πο χω κάνει. Κα γι ν μπορέσω ν ξανακάνω πάλι, μο χρειάζεται ξουσία. Ν γιατ δν ποτάζομαι. ν θελε νν τος σώσει, θάπρεπε νν τος δινε τ λευτερι ν κάνουν μαρτίες. Μ λευτερι θ πε δύναμη. Κα μες ο λληνες Θεο δ θ’ φήναμε σ κανένανε ν μς πάρει τ δύναμή μας.
      ΜΩΜΟΣ
      (στν διο τόνο)
Οτε κ’ ο δυνατοί το Κόσμου!
      (σιγότερα)
Δν μπορονε ν σωθον ο ψυχές π τίποτα, σο παραμένει ξω τους ατία το Κακο.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ποι;
      ΜΩΜΟΣ
  νισότητα.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μ σκότισες!  Πάψε!..
      (σ λίγο)
Μ δν καταλαβαίνω, πς, γι ν σωθον ο νθρώποι π τν μαρτία, πρέπει ατός ν πεθάνει!
      ΜΩΜΟΣ
Ο νθρώποι θ σωθον, μα τν πιστέψουνε γι’ ληθιν θεό. Μ γι ν τν πιστέψουνε, θ κάνει τ θάμα ν’ ναστηθε. Γι ν’ ναστηθε πρέπει ν πεθάνει πρτα.  Γι’ ατό συχωρνάει τος σταβρωτδες του• κόμα δν ξέρουνε πς εναι θεός.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ατ εναι πράγματα πολ νατολίτικα!  Κα ποι νάγκη ν σωθονε ο νθρώποι;  μες ο λληνες θεο δ δίνουμε να βολο γι δαύτους. χι ν πεθάνουμε κιόλας!  Κα  τ κάτω τς γραφς, ν θελε ν τν πιστέψουνε γι θεό, μποροσε νν τος κανε κανένα μεγάλο κακό, γι νν τότε φοβηθονε. Νν τος καιγε μ’ στροπελέκια κι ατουνος κα τ χωριά τους. Νν τος ζεμάτιζε μ βραστ νερό. Νν τος στελνε πανούκλα, σεισμος κα καταποντισμούς…
       ΜΩΜΟΣ
Ατά ξεχνιονται γρήγορα.
       ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (κοροϊδευτικ)
Μ θαρρ, πώς, μα τν πιστέψουν, ατς θ σωθε κι χι κενοι!
      ΜΩΜΟΣ
Μ δν τος ζητάει, πως σες ο λληνες θεοί, σφαχτάρια κα γυνακες! Γι τν αυτό του δ ζητάει τίποτα.
      (σιγότερα)
Παραδίνει μως τ κοπάδια τν σκλάβων, ψυχικά δεμένα, στος κυρίους τς Γς.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ξέχασα ν ρωτήσω. Θ τν δον ο βραοι ν’ νασταίνεται;
      ΜΩΜΟΣ
Κανένας. Μονάχα μετ τν νάστασή του θ παρουσιαστε στος μαθητάδες του. Σν ραμα.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δηλαδ σ κείνους, πο τόνε πιστέψανε κα πρν πεθάνει! Μ τότες τανε λότελα περιττ ν πεθάνει. Ν παρουσιαστε στος σταβρωτδες του! Σ κείνους πο δν τόνε πιστεύουνε. Μέρα μεσημέρι στν γορά! Κι λόσωμος! δ τόνε θέλω.  ξόν ν φοβται!
      ΜΩΜΟΣ
Τ  λληνας! μα τόνε βλέπανε, τότες σα σα δν θ τόνε πίστευε κανένας. Θ μαθευτε μως π στόμα σ στόμα, πς ναστήθηκε. Κα τότες λοι θ πιστέψουνε. Δ ξέρεις καημένε τ λαϊκ ψυχή. Ο λαο πιστεύουνε πιότερο τ’ ατι τους παρ τα μάτια τους. Πιότερο  τ μύθο παρ τ γεγονότα. Πιότερο τ φαντασι τους παρ τν κρίση τους. Μήπως σένα, τ Δία, τν φροδίτη – κι λους τος λλους – σς χουνε δωμένα ο λληνες κα σς πιστεύουνε; μες θ σς δείξουμε στος λαούς. τσι μονάχα θ πάψουνε ν σς πιστεύουνε.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μ μο κάνεις, επα, τν ξυπνο!
      (στον Ιησού)
Ατά δν εναι λογικ πράματα!
      ΙΗΣΟΥΣ
Τ λογικ δν φελ σ τίποτα. Μήτε τ πολύ, μήτε τ λίγο. Μήπως ο φιλόσοφοι ξέρουνε περισσότερα π’ τ πουλιά τ’ ορανο κ’ π’ τ σκουλήκια κα τ λούλουδα τς Γς; Μήπως εναι καλύτεροι π’ τος λλους νθρώπους; σο πι ξανοίγεται σκέψη, τόσο πι στενεύουν ο καρδιές. Κι νθρωπος χάνεται. γώ προσπάθησα ν φωτίσω τν καρδιά τους. Ν τς δώσω μεγαλύτερην πλα κα πιότερο βάθος. βασιλεία τν ορανν εναι βασιλεία τς καρδις. πως γώ θυσιάστηκα γι λους τος νθρώπους  π καλωσύνη, γ βασιλις τν Ορανν κα Θησαυρς τν γαθν, τσι θ μάθουνε κ’ ο  βασιλιάδες τς Γς ν θυσιάζονται γι τος σκλάβους κα νν τος γαπνε.  Τότε δν θ πάρχουνε ψευτι κα δικία.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (πότομα)
τσι α;  Ν ξοδιάζουνε τ πνέμα τους, ν χαραμίζουνε τ δύναμή τους ο ξιοι γι τος τιποτένιους! Γι νν τος μοιάσουνε! Ατό δν ξανακούστηκε! Εμαι παλιότερος π σένα. Αριο μεθαύριο θά ‘μαι κι πρτος π’ λους σας. Μπορ ν σ διατάζω κα ν σ δασκαλεύω. Μάθε το λοιπν π μένα. Εναι κανες δυνατός, γιατ γαπάει μονάχα τν αυτό του κα μπορε ν θυσιάζει τος λλουνούς.  δυνατς χει χρέος ν πληθαίνει τ δύναμή του κι χι νν τήνε λιγοστεύει. Κ’ περισσότερη δύναμη δ χαρίζεται. Παίρνεται. Παίρνεται μ τ βία π τος λλους δυνατούς. Ατό δν εναι νόμος, πο τόνε φκιάσαμ’ μες ο θεοί. πάρχει πρν π μας. Εναι νάγκη.
      ΜΩΜΟΣ
      (κοροϊδευτικ)
Σες ο δυνατοί – πρτα τς Γς κ’ στερα τ’ Ορανο – δ μπορετε ν πάρχετε χωρίς τος δύνατους.  Τ δύναμή σας τν κλέβετε π δαύτους. Κ’ στερα πολεμτε συναμεταξύ σας ποις θ μπορέσει ν τν κάνει λάκερη δικιά του.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (στ Μμο θυμωμένα)
σ ν μν νακατεύεσαι!
      (στν ησο)
Μπς κα σο πέρασε δέα – πειδ μ βλέπεις καρφωμένον δ – πς τάχατε θυσιάστηκα κι γώ γι τος νθρώπους; Δ θυσιάστηκα γι κανένανε. Τν παθα – γι λογαριασμό μου. Δν πρέπει ν στοχάζεται κανείς με τ μάτια. Ν πηγαίνει πέρ’ π’ τ φαινόμενα.
      ΜΩΜΟΣ
      (πειραχτικ)
Μ κα δν πρέπει ν στοχάζεται κανείς μ τ’ ατιά του κα δίχως μάτια. Ν πηγαίνει πέρ’ π’ τ λεγόμενα. … Μν κος λοιπόν, τ λέει. νια σου! Δν ρθε ν καταλύσει τ Δύναμη. ρθε ν τ στεριώσει πι πολύ.  Εσαι λιγάκι πρωτόγονος κα χοντροκομμένος. Τ λς ξω π τ δόντια.  νέος θες (σοι θ μιλνε γι λογαριασμό του) εναι πι πιτήδειος, πι διπλωμάτης. Ξέρει τ δουλειά του καλύτερα.  μέθοδο δική σου (τν λλήνων κα τν Ρωμαίων) εναι μέθοδο τοτσι θέλω γώ φέντης!” μέθοδο δική του, εναι μέθοδο,  τοτσι θέλει θεός• τσι θέλουνε κι ο σκλάβοι!”.  Εναι μέθοδο πολιτισμένη. Χάρη σ’ ατήνε θ μπε ρυθμς κα τάξη στ μυαλ κα τν ψυχ τν δικημένων. Θ ζητνε μοναχοί τους ν’ δικιονται – γι καλό τους. Μ θ ρωτήξεις: “πο εναι τελοσπάντων ατ θυσία τν δυνατν;”  Κα λίγο τό χεις ν κοπιάζουνε ν κυβερννε κα ν’ δικονε τ βρωμολα γι καλό του;
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δν πολυκαταλαβαίνω.
      ΜΩΜΟΣ
ρθε λέει ν σώσει λους τος νθρώπους … μετ θάνατον.  Μ θ σώσει μοναχ τος φέντες δ στ Ζωή. Ατουνος πο κατέχουν λα τ’ γαθ κα λη τ δύναμη. Τος σωσμένους.  Μ κεινούς, πο χουν νάγκη ν σωθονε•  κεινούς , πο τ στερονται λα, τος παγορεύει ν πιθυμονε τ’ γαθ τν λλονν κα ν’ ντιστέκονται στ δύναμή τους. Ατο θ πλουτίσουνε κα θ λευτερωθονε, φο πεθάνουνε πρτα. Ες αώνα τν παντα. Διδάχνει, καθς βλέπεις, τν γιότητα τς Σκλαβις κα τς Πείνας•  δηλαδ τ δίκιο τς Δύναμης κα τς Βίας πό τν νάποδη. Ο θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στ διατύπωση. Κατ βάθος εναι ο  διες κι παράλλαχτες.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (βαριεστισμένα)
Κατάλαβα…
      ΜΩΜΟΣ
ν δν μουν γ ν σο ξηγ, δ θ καταλάβαινες κα σπουδαα πράματα. Κι ς καμαρώνεις πς εσαι τάχατες θες τς Λογικς
      (πειραχτικ)
χει δίκιο ν σο λέει, πς τ λογικ δ φελ σ τίποτα.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (στν διο τόνο )
Σπουδαα πράματα μο ξηγς!  Σπουδαα πράματα καταλαβαίνω!   ς λείπανε!
      ΙΗΣΟΥΣ
      (γαλήνια)
«Μακάριοι ο πεινντες κα διψντες… Μακάριοι ο πτωχο τ πνεύματι… τι ατν στιν βασιλεία τν ορανν».
      ΜΩΜΟΣ
Σιγά! Μ σ’ κούσουν ο χορτάτοι κ’ ο ξυπνο κα ζηλέψουνε τος πεινασμένους κα κουτούς!
      ΙΗΣΟΥΣ
      (στν διο τόνο)
« πίστη σου σέσωκέ σε!» ποιος πιστεύει στν ληθιν θε σώζεται. Κι πλούσιος κι ξυπνός.
      ΜΩΜΟΣ
Περισσότερο π’ λους θ σ πιστέψουν ο πλούσιοι. Γιατί ‘ναι ξυπνοί. πάρχει ληθινότερος θες π κενον, πο τος πιτρέπει ν ‘ναι πλούσιοι, δηλαδ ν κλέβουνε τος φτωχούς;  π’ λες τς ρετς βάζεις πρώτη κα καλύτερη τν πίστη. Κι π’ λες τς μαρτίες πρώτη κα χειρότερη τν πιστία.  τσι θεομπαίχτης, πο πιστεύει π ξυπνάδα, εναι καλύτερος π τν θεο πο δν πιστεύει π γνώση.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (στν Μμο)
Μ κούρασε πελάτης σου!  Πότε θ πεθάνει;
      ΜΩΜΟΣ
 Βιάζεσαι; που κα νά ‘ναι!
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ζηλεύω! Τόνε ζηλεύω πο θ ξεκουράσει τ σμα του. Γι τρες μέρες.
      ΜΩΜΟΣ
Γι πάντα.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
χ!  Ν μποροσα κ’ γώ ν κοιμηθ μιν ρα!  τσι ν σταματήσει γι λίγο τ προαιώνιο σβούρισμα το Κόσμου λόγυρά μου κα τ σπάραμα τς πληγς μου λόγυρα π’ τν Κόσμο.  Ν ξεχάσω γι λίγο τν πόνο μου…
      ΜΩΜΟΣ
Τ μίσος κα πλεονεξία σου!
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μο φαίνεται, πς χω καρφωθε κα ριζώσει πάνου στ Χρόνο. Κα φεύγω κα ξανάρχομαι κατάπαυτα μαζί του, χωρς ν κουνιέμαι π τ θέση μου.  Μάνα μου Γς!  Ξανακλεσε με γι μι στιγμ μονάχα μέσα στ’ πέραντα βάθια τς κοιλις σου!  Κοίμισέ με γι μι στιγμ μέσα στν περαντοσύνη κα τν κρυάδα τς λης σου!  Μ’ γαπς τ λοιπν λιγότερο π’ τς πέτρες σου;
      ΜΑΝΑ  ΓΗΣ
Ποις εσαι;
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Προμηθέας. γιός σου.
      ΜΑΝΑ ΓΗΣ
Δ σ ξέρω.  Δ ξέρω μ τ΄ νομα κανένα π’ τ παιδιά μου.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Εμαι θεός τς Φωτις κα το Λογικο. νας π τος Τιτάνες!
     ΜΑΝΑ ΓΗΣ
Θεός;   Κα ζητς γ ν σ βοηθήσω;  Κα ν μποροσα δ θ τό ‘κανα.  Ν  φύγετε!  Ν φύγετε λοι σες π πάνω μου!   ξ ατίας σας ποφέρω κι γώ.  γινα Χτμα.  Γενν, καρπίζω, λουλουδίζω• στολίζομαι κα μορφαίνω γι λα τ παιδιά μου. Μ μ χαίρονται λίγοι. Ατο πο μ κατέχουνε. Κα δ μπορ ν γλυτώσω π τ φάρα τους. Νν τος καιγα μ λιωμένο μαντέμι! Ν’ νοιγα τ σπλάχνα μου νν  τος κατάπινα! μα χαλάσω ναν π δαύτους, ξεφυτρώνουνε δυ κα πέντε. Ατοί  ‘ναι ο χαμοθεοί μου. Κα τος μισσες, ο πανωθεοί,  εσαστε παιδι δικά τους. Όχι δικά μου. Κα σκοτώνεστε νας μ τν λλονε, ποις θ μ φάει μονάχος.
      (σιγ)
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (στν ησο)
Δ σ βλέπω.
      ΙΗΣΟΥΣ
γώ σ βλέπω.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Θά ‘σαι νέος πολύ. τσι δείχνουν ο κουβέντες σου.
       ΜΩΜΟΣ
Τριαντατρι χρον.
       ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Καλ τό ‘λεγα! Παιδί!  Κ’ ο στοχασμοί του παιδιάστικοι.
      (στν ησο)
Κα γι ποιν φορμ σ σταβρώσαν ο βραοι;
      ΙΗΣΟΥΣ
Δίδαξα…
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (κοροϊδευτικ)
Καμμιν πανάσταση βέβαια!  Μάταια πράματα.  λοι στν λικία σου χουν ατήνε τ λόξα. Μ τ χρόνια τους περνάει – πως κ’ μένα!
      ΙΗΣΟΥΣ
παγόρεψα κάθε πανάσταση. Δίδαξα τν ποταγ στ Νόμο. Τν γάπη το πόνου κα τν Πόνο τς γάπης.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μ τότε πς σ θανάτωσε Νόμος; σ δν πγες κόντρα. Τόνε θεοποίησες καθς βλέπω.
      ΙΗΣΟΥΣ
Μ θανάτωσε γι παναστάτη κα γι’ ντίθεο.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Περίεργο!
      ΜΩΜΟΣ
λεγε κα ξανάλεγε, πς θά ‘δινε τάχα στος φτωχος (ν καθόντανε φρόνιμα!), τ βασιλεία τν ορανν. Μ τοτ’ ο κακομοίρηδες κούγανε μοναχ τ «βασιλεία» δν τ’ κούγανε τ «ορανν!».  Κα πήρανε τ μυαλά τους έρα.  Γιατ νομίζανε, πς θά 'διωχνε τν ξένο τύραννο, τος Ρωμαίους, κα θά ‘δινε σ’ ατος τ βασιλεία τς ουδαίας.  Μ ο ντόπιοι τύραννοι, ο πλούσιοι βραοι – Φαρισαοι κα μεγαλοπαπάδες -  φοβηθήκανε πς, μα χάνανε τν προστασία τν ξένων, θν τος παίρναν ο κουρελδες τ πλούτια τους κα τ εσοδήματά τους.  Γι’ ατ  μεγαλοπαπάδες κα Φαρισαοι, κάνανε συμβούλιο κα τν κατηγορήσανε π τ μι μερι στ ρωμαϊκ ξουσία γι χτρ το Νόμου, κι π’ τν λλη στν ουδαϊκ λα γι χτρ το θεοχτρς το Θεο;  Τότες λας τν κουρελήδων,  πο εναι θρσκος (λα κι λα!) γρίεψε, ξεσηκώθηκε, κα ζήτησε π’ τος Ρωμαίους τ θάνατό του. Κ’ ο Ρωμαοι (νας βραος λιγότερος στν κόσμο, τόσο τ καλύτερο!) τν παραδώσανε στος Φαρισαους, στος μεγαλοπαπάδες κα στ λα κι ατο τόνε σταβρώσανε μετ χαρς.
      ΙΗΣΟΥΣ
Ατ θελα. πρεπε ν μ σκοτώσουνε γι ν συχωρεθονε…
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πάλι τ δια;
      (σιγ)
      ΜΩΜΟΣ
Ο Φαρισαοι κ’ ο παπάδες λου το κόσμου στερ’ π λίγα χρόνια θ σ κάνουνε θεό. Θ σο χτίζουνε μεγαλόπρεπες κκλησις κα θ σ προσκυννε ντυμένοι  στ μάλαμα. Κα θ κανε ζωντανν ποιονε σ’ ρνιέται.  σ Θες – Πνέμα, Σωτήρας τς Ψυχς, θ γίνεις Θες – Σωτήρας τς Κοιλις τους. Γι’ ατουνος πόθανες. ντς ν φέρεις τ βασιλεία τν Ορανν, θεμέλιωσες τ βασιλεία το Πλούτου.
Θ ‘πρεπε ν’ φάνιζες τος Φαρισαίους κα τος μεγαλοπαπάδες, ν θελες ν σώσεις τ μιλλιούνια τν σκλάβων. Μ τότε δ θ γινόσουνα θεός!
      ΙΗΣΟΥΣ
Κάθε γκόσμια ξουσία εναι προσωρινή. Τς φησα λες ν πάρχουνε, γιατ χρειάζονται. λλις ο νθρώποι θ γινόντανε χειρότεροι κ’ δυστυχία τους μεγαλύτερη. μεγάλη κι κατάλυτη ξουσία στν κάτου κόσμο εναι Θάνατος. Ατόνε τν κατάργησα.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πς;  κανες τος νθρώπους θάνατους;
      ΜΩΜΟΣ
Μετά θάνατον!  Σο τ ξανάπα μ δν πρόσεξες. Μετ θάνατον θ τος ναστήσει λους στν ορανό.
      ΙΗΣΟΥΣ
κε καθένας θ κριθε κατ τ ργα του.  Ατή ‘ναι λήθεια ΜΟΥ.  Η  ΑΛΗΘΕΙΑ.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Φαίνεται, πς π τότες, πο καρφώθηκα πολ ψηλά, γ πνευματικς Λύχνος το Κόσμου, τ σκοτάδι πήχτωσε μς στ μυαλ κα τν θεν κα τν νθρώπων!
      ΜΩΜΟΣ
      (στν ησο)
Σ, πο κανες τ θάμα τν πέντε ψωμιν, δν δινες στος πεινασμένους τ χάρη ν κάνουνε κι ατο τ διο θάμα;  τσι θ καταργοσες τν Πείνα.  Κα μαζί της θ’ φανιζόντανε κ’ γνοια κ’ Κάκητα. Κα τότες δ θ παρχε νάγκη σωτηρίας μετ θάνατον…   Μ σα ψωμι κα ν φκιάνανε, ετε πέντε χιλιάδες ετε κ’ να μοναχό, πάλι θ πεινούσανε.  Θν τος τ παίρναν λα ο Δυνατοί.  φο δν τος ξεπάστρεψες ατουνούς, ς δινες σ κάθε σκλάβο, ντς τν θανασία, να στιλέτο.
      ΙΗΣΟΥΣ
να στιλέτο;  Τ νν τ κάνανε;
      ΜΩΜΟΣ
Γι ν δίνανε τ γρηγορότερο στος Δυνατος τ Βασιλεία τν ορανν.
      ΙΗΣΟΥΣ
      (μέσα του μ παράπονο)
Πόσο τόνε λυπμαι! Εναι καταδικασμένος γι πάντα.
      ΜΩΜΟΣ
φο δν κατάλαβες τ γνωστά, πς ξέρεις τ’ γνωστα;  Κι φο δν κατάλαβες τ τωρινά, πς ξέρεις τ μελλούμενα;
      ΙΗΣΟΥΣ
Τ γνωστο εμ’ γώ! Θεός. Κα θέλεις ν μν τ ξέρω;  Τ γνωστά πο τόσο τ γνοιάζεσαι, εναι λα ψεύτικα, γι’ ατ κα τ’ γνο! ¨σο γι τ μελλούμενα, πότε σο επα, πς πάρχει μέλλον;  Κατόπι μου ρχεται συντέλεια το Κόσμου. Μόλις πομένει στος νθρώπους λίγος καιρς ν τοιμαστονε γι τν αώνια ζωή. Ν μ πιστέψουνε κα ν μετανιώσουνε γι τ’ μαρτήματά τους.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (στν Μμο)
Τ λόγια του δν χουνε νόημα.
      ΙΗΣΟΥΣ
γώ μ’ ατά μου τ λόγια, πο δν χουνε νόημα, θ ρίξω λους σς τος ψεύτικους θεούς.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (πειραγμένος)
Θ μς ρίξεις μ τ λόγια;  Δ μπορ ν γελάσω. Πονάει τ συκώτι μου! Ο θεο ρίχνουν νας τν λλονε μ τ Βία κα μ τ Φονικό. τσι λένε τ στορικά τς θεοσύνης. Τ διο κάνουνε κ’ ο φέντες τς Γς. τσι λένε τ στορικ τς νθρωπότητας.  Μιλς σν νας ξυλουργς σν τρατάρης. Δν μαθες γράμματα;
      ΙΗΣΟΥΣ
γ  πλασα τν κόσμο κα τος νθρώπους. Κ’ ο νθρωποι τ γράμματα. Τ μποροσα ν μάθω π τος νθρώπους;
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (κόκκινος π θυμ)
σ  πλασες τος νθρώπους;
      ΙΗΣΟΥΣ
Πατέρας μου. Δηλαδ γώ.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (στ Μμο)
Γιατ μ γέλασες πς εναι μόνος Θεός;  Νά! πο χει κα Πατέρα!
      ΜΩΜΟΣ
Δ σ γέλασα.  διος εναι Πατέρας το αυτο του. διος γέννησε τν αυτό του.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (στν ησο)
Θ  χεις φαίνεται πυρετό! Σ’ πιασε τ παραμιλητ το θανάτου!
      (δυνατώτερα)
κόσμος γεννήθηκε π τ Χάος. Κ’ γ πλασα τος νθρώπους μ λάσπη. Κα τος δωσα κα ψυχ π λάσπη…  λάσπη ατ μένει πάντα γρή κα βρώμικη μέσα τους.
      ΙΗΣΟΥΣ
Πατέρας μου πλασε τος νθρώπους μ λάσπη. Κα τος δωσε γι ψυχ τν πνοή του τν δια! ρα ψυχν θάνατη.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Οτε σκιος τς λάσπης δν μένει μετ τ θάνατο. Τίποτα. ταν  πόσχεσαι μεταθανάτια ζω στος πλοϊκούς, τος λς ψέματα!
      ΜΩΜΟΣ
Κ’ ο δυό σας δ λέτε τν λήθεια. κόσμος δν χει ρχή. Δν χει δημιουργό. παρχε πάντα. Κα γίνεται πάντα μοναχός του.  σο γι τν νθρωπο, τν πλασε… μαϊμο!  Κ’ σς ο νθρώποι.  Σς πλάσαν ο φέντες τς Γς «κατ’ εκόνα κα μοίωσή τους». Δουλειά σας εναι ν διατηρετε τν νισότητα κα ν προστατεύετε τν δικία. Κα μετ θάνατον; - έρας φρέσκος!  ξω π τ συφέρο τν Κροίσων (μ κορώνα κα δίχως κορώνα) κι ξω π τ φαντασι τν φοβισμένων κα τν νίδεων, δν πάρχετε πουθενά…
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Γι τς Νύχτας! Σο παγορεύω ν παίζεις μαζί μου! παιτ ν μ σέβεσαι!
      ΜΩΜΟΣ
      (σκάει στ γέλια)
Χά! Χά! Χά!...
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (κατακόκκινος π τ θυμό του)
Τ γελς, ξετσίπωτε;
      ΙΗΣΟΥΣ
      (ξαφνιασμένος)
Ποις γελάει τσι;
      ΜΩΜΟΣ
γ Μμος! νας π τος Μώμους! (Εμαστε πολλοί!). Κα δ γελάω πο θυμώνετε• μ πο θυμώνετε, δίχως ν πάρχετε! Κα πο σς κουβεντιάζω, ν ξέρω, πς δν πάρχετε!  φο μως λ’ ο νθρωποι σς πιστεύουνε κα σς βλέπουνε, μπορ κ’ γ ν μ σς βλέπω κα ν μ σς κουβεντιάζω;
 Τ Μμος θ μουνα!  ξν ατ δ θ σς ρίξω γ μοναχός μου. Θ σς ρίξουνε ο σκλάβοι, σν ξυπνήσουνε μι μέρα.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (περιφρονετικ)
Γι ν γίνουνε ατο θεοί!
      ΜΩΜΟΣ
Γι ν γίνουν νθρώποι. Τ ν τν κάνουνε τ θεοσύνη σας!  Τ ν τν κάνουνε τν ξουσία τς Πρόληψης κα το Μύθου;  Κι οτε κν θ κοπιάσουνε, γι ν σς ρίξουνε.  Θ πέσετε μοναχοί σας, χωρς ν μεταχειριστον νάντια σας οτε σαγίτες οτε σφεντόνες οτε στροπελέκια.  Ατ θ τ μεταχειριστον νάντια στος φέντες τς Γς!  μα ρίξουν ατουνούς, θ πέσετε κα σες πουράνιος σκιος τους…
      (σιγ)
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
χ!...   Σταθετε μι στιγμή.  ητός το Δία μο βύθισε τ κοφτερό του ψαλίδι ς τ βάθη τς καρδις. Πονάω σο ποτές! Κι σο πονάω τόσο μεγαλώνει τ μίσος μου. ν εχα τόση δύναμη στ χέρια, σο μίσος μέσα στ σπλάχνα μου, θ μποροσα μ’ να τράνταγμά μου ν ξεριζώσω τν Καύκασο π τ θεμέλια του κα νν τόνε πετάξω πάνου π τν σία κα τν σπροθάλασσα κατάκορφα στν  λυμπο.  Θά ‘ λυωνα τ κακομοιριασμένο δωδεκάθεο τν ρα, πο τσακώνεται, μαλλιοτραβιέται κα γρατσουνίζεται σν να τσορμο μαϊμοδες γι να καρύδι…  Θά ‘λυωνα κα τος νθρώπους!
      ΜΩΜΟΣ
σε τος νθρώπους. Τν Καύκασο τν κουβαλνε στ ράχη τους περισσότερους αἰῶνες π’ σο σ κουβαλάει σένα ράχη το Καύκασου!
      ΙΗΣΟΥΣ
Πατέρα!  κανα τ χρέος μου. Τ νεφρά μου τσακιστήκανε.  Τ πόδια μου παγώσανε ς τ γόνατα! Διψ!  Κρυώνω!
      (σο πλησιάζει ν γύρει λιος, έρας γίνεται πι ζεστς κα πι μυρωμένος.  Μι ρόδινη χνα πλέει πάνου σ βουνά, πεδιάδες κα θάλασσες. Πουλι κα ζουζούνια χολογονε στ δέντρα κα στ χορτάρια – να πολύβοο κύμα ζως νεβαίνει λοθε γιομάτο χαρς κα λαχτάρες. ξαφνα π κάποια ρεματι σκάζουνε κι νατινάζονται ψηλά ο τρίλιες νς ηδονιο. λ’ πλάση βυθίζεται μέσως σ’ τέλειωτη σιγή).
      ΜΩΜΟΣ
      (στν ησο)
κου, κου τ’ ηδόνι! σως στερν καταλάβεις, πόσο δν πρόσεξες τς μορφις τς ζως, γι ν διδάξεις τν μορφι το θανάτου!
      ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ
Μάνα, ζεστή γουροξυπνς μέσα σ χίλια ρώματα,
φτα πολλ κα χρώματα
κα μοναχ π’ τ γγίμα
τ’ έρα δένουν μέσα σου κόσμοι κα κόσμοι χύμα!

ρωτοφύσημα κ’ γώ τ λαμπερό σου φλούδι
τ σπάω μ τ τραγούδι,
πο τν πλ χαρά μου
ψώνει στ μεσούρανα πλέον ξια π’ τ φτερά μου.

Μς τ’ νθη τς ροδακινις, στς λεύκας τν κορφή,
που σκιωμα βαθύ
κι που κρυς βρυσολες
πάω τς καρδις μου κα μετράω λαχτάρες κα τρεμολες.

Μ’ στροφεγγις λόβαθες, τριανταφυλλι χαράματα,
μ φεγγαρομαλάματα
κι ταν σιγά κι γάλι
βρέχει ορανός σ μι μεριά κι λιοφωτάει στν λλη,

το λαρυγγιο δον ψηλ τ φουσκωμένη φλέβα,
κι νέβα χς νέβα
λο κα πι μεστώνει
κα τν γέρα, ξέχειλον πό δονές, ματώνει.

Κι ταν σωπάσει μου καρδι κα τ λαρύγγι σπάσει,
στ μαγεμένη πλάση
κα στν καρδι πο νιώθει,
καιρ βαστ ντίλαλος, καιρ ποννε ο πόθοι.

!  δ θαμπώνει τ λαλιά μου θάνατου φοβέρα:
γς κα νερο κι γέρα
δν ξέρουνε τ γένη,
πς ,τι ζε κα χαίρεται, σύντομ’ ργά πεθαίνει.

χορτασμένος ρωτας, τς ζως ο γλυκάδες
τς πλάσης ο μορφάδες
τσι βαθι μ ρίζουν,
πο τς καρδις τ ξέσπασμα λυγμό μο τ γυρίζουν!
      ΜΩΜΟΣ
      (στν ησο)
κουσες;  Καταλαβαίνεις τ γλώσσα τν πουλιν;
      ΙΗΣΟΥΣ
Δ θέλω ν καταλάβω τίποτες π τραγούδια. Σ’ λη μου τ ζω σκυβα μέσα μου ν’ κούω τ θέλημα το Πατέρα μου.  ποιος κούει πολ τ ξω, χάνει τν ψυχή του.  Κ’ γώ, πρτος  θες κι πρτος νθρωπος, πρεπε ν δώσω τ παράδειγμα στος λλους. βασιλις Σολομώντας, σοφός, πο καταλάβαινε τ γλώσσα τν πουλιν, τανε φιλήδονος. Σοφς μ χίλιες γυνακες! ρα δν τανε σοφός. τανε μονάχα βασιλιάς!
      ΜΩΜΟΣ
Βγκες καμι φορ τν νοιξη, τ χαράματα, ν περπατήσεις ξω στος νθισμένους κάμπους;  Εδες, πς μένει στ μαλλιά σου, στ μάτια κα στ χείλια σου ρες πολλς δροσιά του χαμομηλιο, τ μπάρσαμο το πεύκου;  κόμα κ’ νάσα σου μοσκοβολάει.  Κα τ σωθικά σου, φωτειν κα γαλάζια, σν τν ορανό, βουίζουν πό τ κελαδήματα, λς κα πήρανε μέσα τους λα τ πουλιά, λα τ δέντρα κι λο τν λιο τς Αγς.
      ΙΗΣΟΥΣ
Τ τ’ φελος!  Πολλς φορς μετάνιωσα, πο γεννήθηκα νθρωπος.  Μο ρχότανε ν παρατήσω τ ργο μου κα ν φύγω πίσου στν ορανό…  Δ βαστοσα ν περιμένω τ πλήρωμα το χρόνου, γι ν σταυρωθ. μεινα λονήστικος σαράντα μέρες. κίνητος στν δια βουνοκορφή, ν γύρα μου τ πουλιά, τ νερά, γέρας, σπαρταροσαν πό κέφι κα χαρά…  ταν Πειρασμός. Μ γ δν βλεπα, δν κουγα, δν σάλευα.  αυτός μου – τ Χρέος μου – σκέπαζε τ πάντα.
      ΜΩΜΟΣ
Κα δν ρωτεύτηκες ποτέ σου;
      ΙΗΣΟΥΣ
σες φορς συναντοσα σ ρογες κα σ δημοσις μορφες γυνακες: ρχόντισσες μέσα στ φορεα, γεμάτες ρώματα, φκιασίδια, μαλάματα κι λαζονεία•  λαϊκς ξυπόλυτες, εκολες κι φόβιστες, μ τ λαγήνι στ κεφάλι κα τν πρόκληση στ μάτια, γύριζ’ λλο τ πρόσωπό μου. ψυχή μου μάτωνε. βλεπα πίσου π τ πλανερ σχμα τς μορφις κα πίσου πό τν πρόσκαιρη λάμψη τς νιότης, ν παραμονεύουνε τ νύχια το ξαποδ, τ σκουλήκια κ’ σαπίλα το τάφου κ’ αώνια τιμωρία!
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (στν ησο)
Κρίμα!  Παιδ πράμα κα ν ‘σαι τόσο κουρασμένος!  Καθς φαίνεται, θ τελειώνει μ σένα κάποια παλι ρχοντογενιά, πο ξεσοστηκε.
      ΜΩΜΟΣ
Ο Φαρισαοι κ’ ο παπάδες  θν το δώσουνε μεθαύριο βασιλικι καταγωγή. Μ εναι φτωχόπαιδο: γις ξυλουργο, πο γεννήθηκε στ φάτνη τν λόγων!
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (στν ησο)
Μπ!  Κα τ δουλει κανες, πρν σο κατέβει ν διορθώσεις τν κόσμο;
      ΙΗΣΟΥΣ
Μικρός, πο πήγαινα σκολειό, βοηθοσα κα τν πατέρα μου στ δουλειά του…
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ποιόν πατέρα σου;
      ΙΗΣΟΥΣ
Τν ωσήφ!
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
λλος πάλι ατός!
      (στ Μμο)
Μ δ μο επες, πς εναι διος πατέρας το αυτο του; Ποις εναι πάλι ατς νέος πατέρας;
      ΜΩΜΟΣ
ντρας τς μητέρας του κα πατέρας τν δελφν του…
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τ ψιλορωτάω; Παραμιλνε κ’ ο δυό τους!
      (στν ησο)
Κι μα τράνεψες, ξακολούθησες τ δουλειά του πατέρα σου;
      ΙΗΣΟΥΣ
μα τράνεψα, δν κανα καμι δουλειά. Μο ρεζε  λιγάκ’  ψαρική. στερα τίποτα…
      (σιγότερα)
Τ δικό μου τ Τίποτα τανε ρχή τς Αωνιότητας γι τος λλους.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
      (θυμωμένος)
Παιδί το λαο κα ν μ δουλεύεις; Τότε ποις θ δουλεύει;  Τέτοιο παράδειγμα δωσες στος  φτωχούς; φτωχός, πο εναι καμάτης, καταντάει στν κρεμάλα. Καλ λοιπν εσαι κε, πο βρίσκεσαι!
      ΙΗΣΟΥΣ
Πγα κι πομονώθηκα στν ρημιά, τ καλύτερα χρόνια τς ζως μου, ς τ τριάντα! Ζοσα νάμεσα σ μμουδις κα θάμνα κι γριομέλλισες…  τρωγα κάπου κάπου κανένα κροβλάσταρο γριο μέλι… Δν εχα νάγκη π τίποτα.  Μοναχ σκεφτόμουνα: πρωί, μεσημέρι, βράδυ – κι λη τ νύχτα…
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
ποιος δουλεύει δ σκέφτεται. Γι’ ατό εναι χαρούμενος.
      ΜΩΜΟΣ
ταν δουλεύει λλος γι μς, μες καθόμαστε κ’ εμαστε χαρούμενοι…  σκλάβος μ τν κούραση τς δουλεις πο το κλέβουνε, δν χει καιρ κα δύναμη ν σκεφτε. Δ γνωρίζει τν θλιότητα τς ψυχς του.
      (στν ησο)
στόσο, σν ριχνες γι τν αυτό σου τ δίχτυα στ θάλασσα μ τν στροφεγγι κα τ σήκωνες τν αγή, μ τν νάλαφρην χνα πάνου στ τριανταφυλλι νερά, τ χείλια σου δν τραγουδούσανε ποτές;
      ΙΗΣΟΥΣ
Τ χείλια μου προσευχόντανε…
      ΜΩΜΟΣ
Κι ταν δειαζες π τ μαρα δίχτυα σου μέσα στ πανέρι, τ λαχταριστ σήμι τν βυθν, τ μάτια σου δ λαμποκοποσαν π χαρά;
      ΙΗΣΟΥΣ
Τ μάτια μου τανε πάντα δακρυσμένα. π λύπη.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
! γώ!... μουνα παιδί τς Γς. Μέσα μου βράζαν λες ο φουσκοδεντριές, π μένα ξεκινοσαν λες ο δυνάμεις τν στοιχείων, λες ο φωτιές… στερ’ π τόσων αώνων μαρτύρια, μ παρηγοράει σκέψη, πς τ νιάτα μου δν πήγανε χαμένα. Τ χάρηκα. Κα γέλασα κα τραγούδησα κι ρωτεύτηκα… ρωτεύτηκα σ θεός, χωρς ρχ κα τέλος!  Κι ντας μ καρφώναν δ, ξεφωνοσα, τιναζόμουνα, δάγκωνα. ξερα τ ξίζουν κίνηση, τ ξόδιασμα τς δύναμης, χορτασμς τς ποθυμις.  Κα θ μισ αώνια τν χτρό μου, χι τόσο γιατ μο πρε τν ορανό, σο γιατ μο στέρησε τ γς…  σ δ θά ‘ βγαλες τσιμουδι ταν σ σταυρώνανε. τσι δν καρφώσαν να ζωντανν νθρωπο παρ να πτμα. Κα συχωρνς τος φονιάδες σου, γιατ τος φοβσαι κόμα!  Κ’ τσι πρέπει, φο εσαι λαός. Εναι τ μόνο πράμα, πο κανες σωστ σαμε τώρα: ν φοβσαι!
      ΜΩΜΟΣ
Καλ τ λς!  Μ θέλεις τ χαρ τς ζως μοναχ γι τν αυτό σου. Θέλεις μοναχός σου ν’ κος τ πουλιά, μοναχός σου ν εσαι χορτασμένος! Νά ‘ναι δικά σου λα: γς, δέντρα, λιος, θάλασσα κι νθρώποι.  Τ διο κάνουνε κ’ ο φέντες τς Γς, ο φέντες Σας!  Μ θ ρθει κι ατωνν ρα ν σταυρωθονε: ταν τος βάλει λας μ τ ζόρι ν δουλεύουνε.
      ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τ  λς μωρέ!  Γίνονται ατ τ πράματα;  Κρίμα πο σ εχα γι ξυπνο!  Οτε λοι μπορε νά ‘ναι φέντες -  τότε ποις θ δουλεύει; - οτε λοι φτωχοί – τότε δ χρειάζεται δουλειά, γιατ  δουλει πλουταίνει…  τσι εναι κανονισμένο π τν ρχ το κόσμου:  ο φτωχο πο δουλεύουνε, δ θ μπορούσανε ν σταθονε οτε μι στιγμ χωρς τος φέντες, πο τος δίνουνε δουλειά.
      ΜΩΜΟΣ
      (γελώντας)
μες θ ξαναφκιάσουμε τν κόσμο λλη μι φορά… π τν ρχή.
      ΙΗΣΟΥΣ
      (μόλις κούγεται)
«Τ το Καίσαρος τ Καίσαρι κα τ το Θεο τ Θε»
      ΜΩΜΟΣ
Γελιέσαι! σο τ σμα θ’ νήκει στν Καίσαρα, θν το νήκει μαζ κι νος κ’ ψυχή. Ατά δ χωρίζονται.  Τ χρέη στ Θε κα τ χρέη στν Καίσαρα εναι τ διο πράμα. Δ θέλουμε Καίσαρες!
      ΙΗΣΟΥΣ
      (ξέπνοα)
«Τετέλεσται!»
      ΜΩΜΟΣ
Τ επες;
      (σιγ)
      ΜΩΜΟΣ
      (στν Προμηθέα)
Τ επε!
      (βαθύτερη σιγ)
      ΜΩΜΟΣ
      (μέσα του)
Δν κούγονται!  Χαθήκανε κ’ ο δυό τους μαζ π’ τ πρόσωπο τς γς.
     (Νύχτωσε. Σιγοβγαίνει τ φεγγάρι.  Μμος βρίσκεται καθισμένος σ’ να μεγάλο γεφύρι πάνου π μιν τεράστιαν βυσσο. Εναι τ γεφύρι, πο δένει τ περασμένα μ τ μελλούμενα. Καθς κοιτάει στ βάθος τ νερά, πο κυλνε στράφτοντας σ μαρο τσάλι κα βογγνε, συλλογίζεται:)
λα τοτα τανε πλάσματα τς φαντασις μου, να ξέσπασμα κα ξαλάφρωμα το στοχασμο μου!  Μο ρέσει κάπου κάπου ν μιλάω μοναχός μου. Ν χωρίζω τν αυτό μου σ λογς ντίθετα  σύμβολα κα ν τ βάζω ν μαλλώνουνε. Ποις  ξέρει;  σως κάποιος ν μ κουσε…  ν χι, θ ρθει καιρός, πο θ πληθαίνουνε τόσο ο Μμοι, πο μονόλογοι σν κι ατόνε, θά ‘ναι λότελα περιττοί! Μ πρτα θά ‘ χουμε περάσει τ γεφύρι…

Κώστας Βάρναλης, μονόλογος το Μώμου, τ φς πο καίει